ξεμοντάρω

ξεμοντάρω
λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεμοντάρισμα — το [ξεμοντάρω] λύσιμο μηχανήματος, αποσυναρμολόγηση …   Dictionary of Greek

  • ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”